ἅλμαν

ἅλμαν
ἅλμᾱν , ἅλμη
sea-water
fem acc sg (doric aeolic)
ἅ̱λμᾱν , ἁλμάω
become mildewed
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἅ̱λμᾱν , ἁλμάω
become mildewed
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἅλμᾱν , ἁλμάω
become mildewed
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἅλμᾱν , ἁλμάω
become mildewed
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τετραέλικτος — ον, Α 1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές («ὄφις τετραέλικτος», Ανθ. Παλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἑλικτός (< ἑλίσσω «περιτυλίγω, στριφογυρίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • Μάλερ, Γκούσταφ — (Gustav Mahler, Κάλιστς Βοημίας 1860 – Βιέννη 1911). Αυστριακός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Οι γονείς του, οι οποίοι είχαν άλλα δέκα παιδιά, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν εστιάτορας περιορισμένης μόρφωσης, ενώ η μητέρα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”